εγκόλπιο — Έμβλημα των επισκόπων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και πανάγιοσταυρίον. Το ε. είναι μικρή εικόνα της Θεοτόκου ή του Χριστού, η οποία κρέμεται με αλυσίδα στο στήθος. Στην Καθολική Εκκλησία, αντί του ε. χρησιμοποιείται από τους… … Dictionary of Greek
εγκόλπιος — α, ο (AM ἐγκόλπιος, ον) 1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθος («εγκόλπιος σταυρός») 2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό μσν. νεοελλ. α) το επιστήθιο τού επισκόπου (με … Dictionary of Greek
Ιμπέριος και Μαργαρώνα — Έμμετρο ιπποτικό μυθιστόρημα του 15ου αι. Αποτελείται από 893 ανομοιοκατάληκτους στίχους και ανήκει στον κύκλο των λεγόμενων ιστοριών των αποχωριζομένων εραστών. Η γλώσσα του είναι μεικτή και παρουσιάζει πλούτο επιθέτων. Ο ποιητής του έργου… … Dictionary of Greek
Non-English usage of quotation marks — A Non English usage of quotation marks Punctuation apostrophe ( … Wikipedia
αγιοκόρωνο — το 1. ιερό εγκόλπιο, που κρεμούν στο στήθος για φυλαχτό 2. κοκκάλινος σταυρός από τον Πανάγιο Τάφο, που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις τού Χριστού και τών Ευαγγελιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κορώνα] … Dictionary of Greek
γκόλπι — και γκόλφι και γκόρφι, το το εγκόλπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εγκόλπιον «φυλακτό», ουδ. του επιθ. εγκόλπιος] … Dictionary of Greek
ξέμετρο — το εγκόλπιο, φυλαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + μέτρο] … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
παναγιάριο(ν) — το (Μ παναγιάριον) [Παναγία] 1. συλλογή αφηγήσεων που αφορούν σε θαύματα τής Παναγίας ή σε ύμνους και εγκώμια αφιερωμένα στην Παναγία 2. μικρή εικόνα τής Θεοτόκου που χρησιμοποιείται και ως εγκόλπιο 3. δίσκος που φέρει τη μορφή τής Θεοτόκου και… … Dictionary of Greek
προβασκάνι — το / προβασκάνιον, ΝΑ, και προβάσκαντον, Α φυλαχτό κατά τής βασκανίας ή τής μαγείας, εγκόλπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βασκάνι(ον) «φυλαχτό κατά τής βασκανίας»] … Dictionary of Greek