εγκόλπιο

εγκόλπιο
το
1. κόσμημα ή φυλαχτό, που κρέμεται από το λαιμό μας, χαϊμαλί, γκόλφι.
2. μικρό βιβλίο περιληπτικό, εκλαϊκευτικό, που περιέχει τα κύρια στοιχεία επιστήμης, τέχνης κτλ., βιβλίο τσέπης: Εγκόλπιο εφέδρου αξιωματικού.
3. (εκκλησ.), ασημένια εικόνα του Χριστού σε αβγοειδές σχήμα, που κρεμιέται με χρυσή αλυσίδα από το λαιμό στο στήθος επισκόπου, το επίσημο διακριτικό γνώρισμα της αρχιερατικής εξουσίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εγκόλπιο — Έμβλημα των επισκόπων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και πανάγιοσταυρίον. Το ε. είναι μικρή εικόνα της Θεοτόκου ή του Χριστού, η οποία κρέμεται με αλυσίδα στο στήθος. Στην Καθολική Εκκλησία, αντί του ε. χρησιμοποιείται από τους… …   Dictionary of Greek

  • εγκόλπιος — α, ο (AM ἐγκόλπιος, ον) 1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθος («εγκόλπιος σταυρός») 2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό μσν. νεοελλ. α) το επιστήθιο τού επισκόπου (με …   Dictionary of Greek

  • Ιμπέριος και Μαργαρώνα — Έμμετρο ιπποτικό μυθιστόρημα του 15ου αι. Αποτελείται από 893 ανομοιοκατάληκτους στίχους και ανήκει στον κύκλο των λεγόμενων ιστοριών των αποχωριζομένων εραστών. Η γλώσσα του είναι μεικτή και παρουσιάζει πλούτο επιθέτων. Ο ποιητής του έργου… …   Dictionary of Greek

  • Non-English usage of quotation marks — A Non English usage of quotation marks Punctuation apostrophe ( …   Wikipedia

  • αγιοκόρωνο — το 1. ιερό εγκόλπιο, που κρεμούν στο στήθος για φυλαχτό 2. κοκκάλινος σταυρός από τον Πανάγιο Τάφο, που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις τού Χριστού και τών Ευαγγελιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κορώνα] …   Dictionary of Greek

  • γκόλπι — και γκόλφι και γκόρφι, το το εγκόλπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εγκόλπιον «φυλακτό», ουδ. του επιθ. εγκόλπιος] …   Dictionary of Greek

  • ξέμετρο — το εγκόλπιο, φυλαχτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + μέτρο] …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • παναγιάριο(ν) — το (Μ παναγιάριον) [Παναγία] 1. συλλογή αφηγήσεων που αφορούν σε θαύματα τής Παναγίας ή σε ύμνους και εγκώμια αφιερωμένα στην Παναγία 2. μικρή εικόνα τής Θεοτόκου που χρησιμοποιείται και ως εγκόλπιο 3. δίσκος που φέρει τη μορφή τής Θεοτόκου και… …   Dictionary of Greek

  • προβασκάνι — το / προβασκάνιον, ΝΑ, και προβάσκαντον, Α φυλαχτό κατά τής βασκανίας ή τής μαγείας, εγκόλπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βασκάνι(ον) «φυλαχτό κατά τής βασκανίας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”